σταδιοδρομώ

σταδιοδρομώ
σταδιοδρομώ, σταδιοδρόμησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταδιοδρομώ — σταδιοδρομῶ, έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α [σταδιοδρόμος] νεοελλ. ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας (μσν αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο… …   Dictionary of Greek

  • σταδιοδρομώ — σταδιοδρόμησα, ακολουθώ κάποιο επάγγελμα, κάνω σταδιοδρομία: Σταδιοδρόμησε στο στρατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταδιοδρόμῳ — σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιοδρόμωι — σταδιοδρόμῳ , σταδιόδρομος one who runs in the stadium masc dat sg σταδιοδρόμῳ , σταδιοδρόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταδιαδρομώ — έω Α βλ. σταδιοδρομώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”